πενταμερία
Смотреть что такое "πενταμερία" в других словарях:
πενταμερία — η η πενθημερία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + μέρα] … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
πενθημερία — πενθημερία, η και πενταμερία, η 1. διάστημα πέντε ημερών. 2. μισθός ή αμοιβή εργασίας πέντε ημερών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)